The ongoing search of the human beings for their own image is found in the conscious and unconscious need “to be”. We are in the depths of an existence experiencing the loneliness in front of two empty tables, declaratory of the absence of “those who never came”. It is waiting and searching at the same time. It experiences rejection. However, the hope that they will come transfers those human beings to the area of utopia. With stereotypical moves, with quickly-moving hands and feet and after that, with an ear-splitting creeping, they try to bridge the distance between the ideal and the real. A conflict of wishes upsets the ego, which wishes to escape from a sense of confinement by recalling desirable moments of integration in order to be able to balance. They daydream, they lead themselves beyond what has happened to them, they lose themselves within fantasy, they stand still waiting for what shall come. In the light, the form loses its outline, it fills with soil and water, it struggles to build all of “them” as well as their own image in the reality that they want to live and by means of the above-mentioned archetypal materials, that is the soil and water, by which human existence on earth begins. They free themselves from unconscious internal prohibitions, they break the limits of compromise, they clear themselves, they take any necessary time, they consciously experience fantasy, they surrender themselves to a concealed flow, they travel towards the satisfaction of the primary need; that of “to be”.
Η διαρκής αναζήτηση του ανθρώπου για την ίδια του την εικόνα βρίσκεται στη συνειδητή και ασυνείδητη ανάγκη να «είναι». Βρισκόμαστε στα άδυτα μιας ύπαρξης, που βιώνει την μοναχικότητά μπροστά σε δύο άδεια τραπέζια, δηλωτικά της απουσίας «αυτών που δεν ήρθαν». Περιμένει και ταυτόχρονα ψάχνει. Βιώνει την απόρριψη. Η ελπίδα όμως ότι θα έρθουν τον μεταφέρει στον χώρο της ουτοπίας. Με στερεότυπες κινήσεις, με γρήγορα κινούμενα χέρια και πόδια και στην συνέχεια με εκκωφαντικό σύρσιμο, προσπαθεί να γεφυρώσει την απόσταση που χωρίζει το ιδεατό από το πραγματικό. Μια σύγκρουση, επιθυμιών αναστατώνουν το εγώ που θέλει να βγει από μια αίσθηση εγκλωβισμού, ανακαλώντας επιθυμητές στιγμές ολοκλήρωσης, για να μπορέσει να ισορροπήσει. Ονειροπολεί, οδηγεί το εαυτό του πέρα από αυτό που του συνέβη, χάνεται στις φαντασίες, στέκεται ακίνητος περιμένοντας αυτό που θα έρθει. Στο φως η μορφή χάνει το περίγραμμα της, γεμίζει χώμα και νερό, παλεύει να χτίσει όλους «εκείνους»και την ίδια του την εικόνα, μέσα στην πραγματικότητα που θέλει να ζει και μέσω των παραπάνω αρχετυπικών υλικών, του χώματος και του νερού, με τα οποία ξεκινάει η ανθρώπινη παρουσία στη γη. Απελευθερώνεται από ασυνείδητες εσωτερικές απαγορεύσεις, σπάει τα όρια του συμβιβασμού, καθαρίζεται παίρνει όλο το χρόνο που χρειάζεται, ζει συνειδητά τη φαντασίωση, αφήνεται σε μια άδηλη ροή, ταξιδεύει προς την ικανοποίηση της πρωταρχικής ανάγκης. Αυτής του «είναι».